-
1 σημειον
ион. σημήϊον τό1) отличительный (при)знак, эмблема(ἐν ταῖς ναυσίν Arph.)
ἐπὴ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her. — снабдить щиты эмблемами;ἥ τρίαινα σ. θεοῦ Aesch. — трезубец, эмблема бога ( Посидона)2) значок, отметка3) след(θηρός Soph.)
τὰ σημεῖα τῆς καταβάσεως Xen. — следы сошествия (Геракла в царство теней)4) (верный) признак, примета, доказательство, доводφανερόν τι σημείοις καταστῆναι Thuc. — привести ясные доказательства в пользу чего-л.;
ὡς ἄξιος τῆς βασιλείας ἐδόκει εἶναι, τάδε τὰ σημεῖα Xen. — вот доказательства того, что (Агесилай) оказался достойным царской власти5) знамение(τοῦ θεοῦ Xen., Plat.)
6) знак Зодиака, созвездие(πρῶτα δύεται σημεῖα Eur.)
7) условный знак, сигнал(ἀπὸ σημείου Thuc., Xen.; τὸ σ. τοῦ πυρός Thuc.)
τὰ σημεῖα αἴρειν Thuc. — поднять сигналы (к бою);ὕστερος ἐλθεῖν τοῦ σημείου Arph. — прийти после сигнала (о закрытии), т.е. опоздать8) отпечаток(δακτυλίων σημεῖα Plat.)
9) знамя, флаг, флажок(τὸ σ. τῆς στρατηγίδος Her.)
10) межевой знакἔξω τῶν σημείων Xen., Dem. — вне пределов
11) печать(γράμμασι σημεῖα ἐπιβάλλειν Plat.)
12) скорописный (стенографический) значок Plut.13) математическая точка(σημεῖα καὴ γραμμαί Arst.)
14) момент(σ. χρονου Arst.)
-
2 ενσημαινω
1) обозначать, показывать(τι Plat., Arst.)
2) med. выказывать, обнаруживать, проявлять(τέν ἑαυτοῦ ὀργήν τινι Isocr.)
ἀναγιγνώσκει μηδὲν ἦθος ἐνσημαινόμενος Isocr. — он читает без всякого выражения3) med. отпечатывать, напечатлевать(τύπον τινί, δακτυλίων σημεῖα Plat.; τύπον τινός Arst.)
4) med. указывать, сообщать, давать знать(ὅτι … Xen. и τινί τι Plut.)
ἐ. πρὸς ἑαυτόν Plut. — рассуждать про себя;ἐνσημαινόμενοι Xen. — подавая друг другу знаки
См. также в других словарях:
PLUMATUM Babylonicum — apud Publ. Syrum, ubi de pavone ait, Plumato amictus aureo Babylonico, quibusdam idem est cum purpureo. Quia in Periplo Arrianus purpurae meminit, ex Apologo Babylonis urbe, ad Euphratis ostium. Et τὸν Βαβυλώνιον κόκκον laudat Philostratus, Ep.… … Hofmann J. Lexicon universale
SINGILIONES Dalmatenses — apud Trebellium Pollionem in Claudio, c. 17. inter munera ad hunc a Gallieno Imperarore transmissa, Singiliones Dalmatenses X. nec apud ullum alium scriptorem Latinum memorati, Casaubono cingula sunt parva, quibus uterentur Dalmata equites.… … Hofmann J. Lexicon universale
SPHRAGIS — apud Plin. l. 37. c. 8. nec diversae (gemmae) quas Sphragidas vocant, publico harum gemmarum dominio iis tanrum dato, quoniam optime signent: gemmae nomen, e sardae generibus. Hic enim primus et vetustissimus apud Graecos usus Istiusmodi minoris… … Hofmann J. Lexicon universale
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek